Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Επίσκεψη στην Καραγκιοζο-χώρα


Αντώνης  Γελάτσορας

ΕΠΙΣΚΕΨΗ
ΣΤΗΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΧΩΡΑ

1.    Η ΣΚΗΝΗ - ΤΟ ΜΑΝΤΡΑΚΙ
1.1.Τα σκηνικά του Θεάτρου Σκιών
Η σκηνή, πριν τη μονιμοποίηση της, ήταν λιτή, μεταφέρονταν εύκολα (και όχι όπως σήμερα που όταν χρειάζεται, απαιτείται ολόκληρο φορτηγάκι για τη μετακίνηση του θιάσου) και αποτελού­νταν από ένα λευκό πανί και ξύλινα παραπήγματα στα οποία τεντωνόταν το πανί και συγκρατούνταν. Η κατα­σκευή αυτή ονομάζεται μέχρι σήμερα, μπερντές. Ο μπερντές στα πρώτα χρό­νια του Θ. Σ., ως τα τέλη του περασμέ­νου αιώνα, είχε διαστάσεις 1,50 μ. μή­κος και 0,50 μ. ύψος, αλλά αργότερα και ιδιαίτερα στα χρόνια της ακμής του, το Μεσοπόλεμο, έφτασε και τα τέσσερα με έξι μέτρα μήκος. Στα αρι­στερά του πάντα βρίσκεται η καλύβα, ενώ δεξιά του συνήθως το Σεράϊ. Σε έργα όμως ηρωικά του 1821 ή εμπνευ­σμένα από την μυθολογία (Άθλοι του Ηρακλέους), από την αρχαία λογοτε­χνική παραγωγή (Αχαρνείς, Όρνιθες), από τη νεότερη λογοτεχνία μας (Ερωτόκριτος) ή από την επικαιρότητα φόνος του Αθανασόπουλου, η ακρίβεια, οι εκλογές κ.α.) η καλύβα και το σεράϊ δεν υπάρχουν, όπως άλλωστε και ο πρωταγωνιστής του, ο Καραγκιόζης, δεν είναι παρά ένα δευτερεύον πρόσωπο της παράστασης.
Το πανί του μπερντέ είναι τέτοιο, όπως βέβαια και οι φιγούρες, ώστε φωτιζόμενο από πίσω, να διακρίνεται η μαύρη σκιά ή η εικόνα της φιγούρας χρωματισμένη, από την μεριά του μπερντε που είναι ορατή οτους θεατές. Ο φωτισμός της γινόταν αρχικά με κεριά ή λυχνάρια, που στηρίζονταν σε ειδικό ράφι, τη λυχνοθήκη. Αργότερα γινόταν με αεριόφωτο ή με ασετυλίνη και πολύ αργότερα με ηλεκτρικές λάμπες. Κάνο­ντας μάλιστα χρήση των πλεονεκτημά­των του ηλεκτρισμού οι καραγκιοζοπαίκτες, ιδίως μετά το 1918, μπορού­σαν να κάνουν ευκολότερα διάφορα φωτιστικά εφφέ.
Για τα ηχητικά όμως δημιουργή­ματα, τον πρώτο λόγο είχε και θα έχει πάντα η μιμητική ικανότητα του καραγκιοζοπαίκτη, ο οποίος για να επιτύχει τους ήχους ή θορύβους, επι­στράτευε τενεκέδες, ξύλα, πέτρες, πα­λαμάκια για τις φάπες και χαστού­κια, σπινθήρες αναπτήρα για τις αστραπές, κουμπούρες για την αλη­θοφάνεια στις μάχες και οτιδήποτε του φαινόταν χρήσιμο. Αργότερα οι καραγκιοζοπαίκτες κατασκεύαζαν ει­δικά εργαλεία για την παραγωγή τυ­ποποιημένων ήχων. Όσον αφορά το πανί του μπερντέ ενδιαφέρον είναι το παρακάτω απόσπασμα:
Από το 1927 ο Καραγκιόζης άρ­χισε να παίζει με δυο πανιά κι έτσι αλλάζει το σκηνικό χωρίς να χρειάζε­ται διάλειμμα. Τα δυο πανιά μπαλατζάρουνε με σύρμα σε δυο καρούλια, παίχτης και βοηθός τραδάνε το πανί με το νέο σκηνικό που πάει στη θέση του πρώτου σκηνικού. Το πρώτο σκη­νικό ανεβαίνει απάνω και οι θεατές δεν το βλέπουν γιατί το κρύβει η σκη­νή. Αυτό είναι εφεύρεση του καραγκιο­ζοπαίχτη της Θεσσαλονίκης Χαρίλαου.
Παράσταση όμως, όσο καλά και όμορφα να ήταν τα σκηνικά, δεν μπο­ρούσε να παιχτεί χωρίς ορχήστρα και καλό τραγουδιστή.
1.2.   Εκεί κάποτε παίζονταν οι πα­ραστάσεις με έργα Καραγκιόζη
Πολύ βασικό στοιχείο για μια πα-ράσταοη είναι ο χώρος στον οποίο θα παιχτεί το έργο. Παλιότερα ο παίκτης νοίκιαζε έναν ανοικτό χώρο, ένα οικό­πεδο, ένα μαντράκι, όπως έλεγαν. Ο χώρος αυτός περιφρασσόταν και στην είσοδο του βρισκόταν το ταμείο. Βέ­βαια το οικόπεδο έπρεπε να είναι ικα­νών διαστάσεων ώστε να χωράνε αρκε­τά καθίσματα για τους θεατές, ο μπερ­ντές και ο πάγκος, απ' όπου οι θεατές αγόραζαν αναψυκτικά ή καφέ. Ο καραγκιοζοπαίκτης δούλευε στα μαντράκια συνήθως από την άνοιξη ως το φθινόπωρο και το χειμώνα έκανε διά­φορες άλλες δουλειές για να ζήσει. Ήταν όμως επίσης συνηθισμένο να νοικιάζει ως χώρο για τις παραστάσεις του ένα καφενείο. Έστηνε μέσα σ' αυτό το μπερντέ του και έπαιζε κάθε βράδυ. Ο καφεντζής σ' αντάλλαγμα έπαιρνε αμοι­βή για το χώρο που παραχωρούσε, αλλά τα κέρδη του κυρίως προέρχονταν από την αυξημένη ζήτηση καφέ, βανίλιας και λουκουμιών στη διάρκεια της πα­ράστασης. Ο καραγκιοζοπαίκτης για να διαφημίσει το έργο του και να προσελ­κύσει κόσμο, σε κεντρικά σημεία της περιοχής — στις πλατείες, έξω από το καφενείο κ.α. - ζωγράφιζε ρεκλάμες που σε μορφή ζωγραφικού πίνακα παρου­σίαζαν μια σκηνή του έργου, τον τίτλο του, την ώρα, τον τόπο και χώρο της παράστασης και την τιμή του εισιτη­ρίου. Οι ρεκλάμες αυτές, σε σκληρό χαρτόνι ή ξύλο ή λαμαρίνα, θεωρού­νται σήμερα σπουδαίοι ζωγραφικοί πί­νακες της λαϊκής μας ζωγραφικής.

2.ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
2.1. Οι αρετές του καραγκιοζοπαί­χτη
Πάντως, όση βοήθεια κι αν έχει ο καραγκιοζοπαίχτης από τους άξιους βοηθούς του ή τον τραγουδιστή του, η φήμη του, τοπική ή πανελλήνια ή πα­γκόσμια, εξαρτάται από τον ίδιο. Κα­ραγκιοζοπαίχτης δηλ. δεν μπορεί να γίνει ο οποιοσδήποτε, αλλά εκείνος που και ικανότητες και πάθος έχει κατά τη διάρκεια της παράστασης, ώστε να ζει το έργο, τα πρόσωπα του, να κινείται μαζί με τις φιγούρες και να χορεύει μαζί τους, να ενδύεται την προσωπικό­τητα της κάθε φιγούρας στην κάθε στιγμή του έργου, να παίζει πίσω απ' τον μπερντέ και συγχρόνως να ζει μέσα στους θεατές τις εντάσεις τους και ανά­λογα να προσαρμόζει την παράσταση, να συμμετέχει ολόψυχα μέσα στο ίδιο το έργο που παίζεται βιωματικά. Για να πετύχει μια παράσταση απαιτείται η συναισθηματική ταύτιση παίκτη -κοινού - δράματος, και αυτό εξαρτάται κυρίως απ' τον παίκτη. Ο καλός καρα­γκιοζοπαίχτης πρώτα πρώτα πρέπει να είναι μίμος, πρέπει να είναι καλαμπουρτζής, να είναι δηλ. έξυπνος και κοινωνικά ευαίσθητος άνθρωπος, με αίσθηση χιούμορ.Ύστερα πρέπει να είναι καλός σχεδιαστής και επιδέξιος κατασκευαστής για να σχεδιάζει και να κόβει φιγούρες και σκηνικά.. Ακό­μα πρέπει να είναι μουσικός, να τρα­γουδά σωστά τους σκοπούς που απαι­τεί κάθε παράσταση και κάθε τύπος. Πρέπει να μπορεί να χειρίζεται ο ίδιος με δεξιοτεχνία τις φιγούρες για να φαίνεται πως περπατούν, χειρονομούν, κινούνται, μιλούν ή ακούν. Μα και σκηνοθετικές ικανότητες χρειάζεται ένας καλός τεχνίτης. Το να είναι λαϊκός ζωγράφος ήταν εφόδιο απ' τα πιο χρή­σιμα. Είχε να ζωγραφίσει φιγούρες, σκηνικά και να κάνει με μπογιές του βαρελιού αφίσες για διαφήμιση της παράστασης. Δική του δουλειά ήταν καμιά φορά να φτιάξει και πάγκους όπου θα κάθονταν οι θεατές και να διαμορφώσει το χώρο της παράστασης,  δηλ. τη μάντρα, να κανονίσει το φωτι­σμό κλπ.. Ο καραγκιοζοπαίχτης σ' όλες τις πλευρές της δουλειάς του είναι καλ­λιτέχνης και μαζί και μάστορας.
Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε τη Γιοβάννη - Μόλλα Αρετή καθώς ανα­φέρεται στις ιδιαίτερες ικανότητες του πατέρα της, του γνωστού καραγκιοζοπαίκτη Αντώνη Μόλλα.׃ «Στο διάλογο που γινόταν με σύντομες φρασούλες, έβλεπες ολοκάθαρα το μεγάλο ταλέντο του. Τότε άλλαζε τις φωνές του και το ύφος του τόσο γρήγορα και έτσι σω­στά, που σ' έκανε να πιστεύεις ότι μέσα στα σπλάχνα του Μόλλα βρίσκονταν όλοι οι άνθρωποι του διαλόγου και καθένας χωριστά έπαιζε το ρόλο του... Έτσι να πιστεύουν όσοι βρίσκονταν στην πλατεία ότι πίσω από τον μπερντέ βρι­σκόταν ένας κόσμος άνθρωποι, που μιλούσαν τις φιγούρες, τόσοι όσες ήταν και αυτές... Το ρεπερτόριο του πρέπει να είχε γύρω στις 100 με 120 παρα­στάσεις. Κωμωδίες, έργα ηρωικά, δρά­ματα. Τις θυμόταν όλες μέχρι την πα­ραμικρή τους λεπτομέρεια χωρίς χειρό­γραφο ή σημειώσεις. Άλλωστε οι καραγκιοζοπαίκτες γενικά δεν κρατούν χει­ρόγραφα... Κατάφερνε με τον τρόπο του να έχει απόλυτη επαφή με το κοινό του, να κάνει τον Καραγκιόζη αγαπη­τό σε κάθε λογής άνθρωπο.
Σημαντική εξάλλου αρετή του παί­κτη είναι η ικανότητα του να διαφορο­ποιεί τη χροιά της φωνής του, κατά τη διάρκεια της παράστασης, για κάθε φι­γούρα ξεχωριστά, δίνοντας στο κοινό του την εντύπωση ότι πίσω από τον μπερντέ βρίσκεται ολόκληρο πλήθος παικτών.
Ο καραγκιοζοπαίχτης κάνει ο ίδιος τις φωνές των ηρώων. Είναι τυποποιη­μένοι τέσσερις ή πέντε κύριοι τόνοι, μια φωνή πολύ επίσημη των πασάδων, βεζυράδων και των μεγάλων καπετα­ναίων. Την ίδια φωνή έχουν οι χτυπη­μένοι από έρωτα ή συφορά. Μια φωνή τσιριχτή και τρεμουλιαστή οι γυναίκες. Η φωνή του Καραγκιόζη είναι χοντρή και σαν βιαστική, έτοιμη για χωρατά και για κλάμα. Τέλος υπάρχουν και οι προφορές, τα ρουμελιώτικα του Μπαρμπαγιώργου, τα ζακυνθινά του Νιόνιου, τα εβραίικα, τα αρβανίτικα, τα τσεβδίσματα, τα μάγκικα».
2.2.  Ο καραγκιοζοπαίχτης φορέας και πομπός της κουλτούρας                    του λαϊκού θεάτρου.
  Οι καραγκιοζοπαίκτες άλλαζαν συ­νεχώς τόπους και χώρους, μεταβαίνο­ντας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας στα οποία έδιναν τις παραστάσεις τους αλλά και του εξωτερικού κάποιοι από αυ­τούς, όπως π.χ. α) Ο Μόλλας που είχε παίξει στη Σμύρνη λίγο πριν την κατα­στροφή της, στην Αίγυπτο τρεις φορές και στην Κωνσταντινούπολη, β) ο Γιάν­νης Γίαννακούρας που ταξίδευσε και έπαιξε στην Αμερική, γ) ο Δημήτρης Μανωλόπουλος που έπαιξε στην Αίγυ­πτο, δ) Το 1958, τον Αύγουστο όταν αντιπροσώπευσαν την Ελλάδα στο συ­νέδριο του κουκλοθέατρου στο Βέλγιο ο Σωτήρης και ο γιος του, Ευγένιος Σπαθάρης, όπου έδωσαν παραστάσεις και ενθουσίασαν τους συνέδρους. Το 1959, οι Σπαθάρηδες έπαιξαν στο Παρίσι και το 1969 στη Ρώμη. Ο Ευ­γένιος Σπαθάρης παρουσίασε το θέα­τρο σκιών τρεις φορές στην Αμερική -Καναδά (1953, 1956, 1980), σε διάφο­ρες πόλεις. Και κατά τα διαστήματα από το 1953 μέχρι το 1988, κάθε τόσο όργωνε ολόκληρη την Ευρώπη και έκανε γνωστό το ελληνικό θέατρο σκιών, ε) Ο Δημήτρης Ασπιώτης (πέθανε το 2001 ) το 1957 έδωσε σειρά παραστάσεων στη Μελβούρνη της Αυστραλίας και το 1982 στα Ευρωπά-λια στο Βέλγιο παραστάσεις μαζί με τους καραγκιοζοπαίκτες Θ. Καράμπαλη και το Γιάνναρο, στ) Ο Πάνος Καπετανίδης το 1989 έπαιξε σε 10 πό­λεις στον Καναδά, ζ) Ο Απόστολος Μαραγκός έκανε αρκετές παραστάσεις στη Γερμανία, η) Οι αδελφοί Αθανα­σίου έπαιξαν στη Νάπολη της Ιταλίας και στο Φεστιβάλ (Ιΐιαίΐβνίΐΐε - Μεζίε-Γ68 της Γαλλίας, θ) Ο Μάνθος (Λιονέ-της) Αθηναίος έπαιξε στην Ιταλία, την Κύπρο, την Γερμανία κ.α., ι) Ο Αβραάμ Αντωνάκος (που πέθανε το Φλε­βάρη του 1998) ταξίδεψε σ' όλη την Ευρώπη, στα πλαίσια της διάδοσης της λαϊκής μας τέχνης και κουλτούρας. Το 1975 θα παίξει στην Αμερική και το 1978 στην Αυστραλία.
Τις διαρκείς μετακινήσεις τους δεν τις εμπόδιζαν τα σκηνικά γιατί αυτά δεν ήταν μονίμως τοποθετημένα, το θέατρο σκιών δηλ. ήταν κατά κύριο λόγο ένα κινούμενο θέατρο.
2.3.  Ο βοηθός του καραγκιοζοπαίχτη.
         Ο βοηθός του παίκτη, δηλ. ο υπο­ψήφιος καραγκιοζοπαίκτης, πρέπει να μαθητεύσει δίπλα στο μάστορα για κάμποσο καιρό, μέχρι να μάθει καλά την τέχνη και να ανεξαρτοποιηθεί κά­νοντας δικό του θέατρο. Πρέπει δίπλα στο παλιό, πίσω βέβαια πάντοτε από τον μπερντέ, να γίνει ικανός στην πα­ραμικρή κίνηση του παίκτη, να κατα­λαβαίνει τι εκείνος του ζητάει κατά τη διάρκεια της παράστασης. Κι όχι μόνο αυτό, πρέπει σιγά σιγά να αποκτήσει όλες εκείνες τις αρετές, τις ικανότητες που διατυπώθηκαν προηγουμένως. Τότε θα είναι έτοιμος.
3.ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
3.1. Προλετάριοι και υπόκοσμος το κοινό του 19ου αιώνα
Το κοινό του θεάτρου σκιών το απο­τελούσαν αρχικά άνθρωποι οποιασδήποτε ηλι­κίας και επαγγέλματος, κυρίως από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, καθώς και άνθρωποι του υποκόσμου. Αν το έργο παιζόταν σε καφενείο, το κοινό του αποτελούσαν αποκλειστικά άνδρες. Στις αρχές της εμφάνισής του, το 1841 και ως τα τέλη του αιώνα, ο Καραγκιόζης από πολλούς παίκτες του ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό, όσον αφορά το ύφος, το ήθος, και κυρίως το λεξιλόγιο. Για τούτα στα έργα του υπήρχαν διάσπαρτες πολλές βωμολο­χίες και άσεμνες κινήσεις των χάρτι­νων ηρώων. Πολλές φορές η αστυνο­μία είχε επέμβει και απαγορεύσει τις παραστάσεις του. Πολλές εφημερίδες, στην ίδια αυτή εποχή, έγραφαν περιφρονητικά λόγια γι' αυτό το ανατολι­κής εισαγωγής λαϊκό είδος ψυχαγωγίας. Οι εφημερίδες προτιμούσαν αντίθετα να διαφημίζουν και να επαινούν τις ευρωπαϊκές μορφές ψυχαγωγίας και κουλτούρας, όπως η παντομίμα, ο Φασουλής, η όπερα και η ευρωπαϊκή ζω­γραφική τεχνοτροπία. Κατηγορούσαν τα λαϊκού περιεχομένου έργα του θεάτρου σκιών, τη δημοτική μουσική του, τα λαϊκά δημώδη άσματα του και τη λαϊ­κή ζωγραφική στα σκηνικά και τις ρεκλάμες του. Η αστυνομία πάντα έβλε­πε με προκατάληψη και καχυποψία την έλευση οποιουδήποτε θιάσου σκιών στην πόλη της και καραδοκούσε ώστε με την πρώτη καταγγελία να το διώξει από την πόλη. Προς τα τέλη του αιώ­να η προσέλευση του κόσμου, για να γελάσει, να συγκινηθεί, να διδαχθεί -ιδίως από τα ιστορικά έργα του Θεά­τρου - ήταν πολύ μεγάλη, η αστυνομία έπαψε να κυνηγά τους καραγκιοζοπαίκτες, και το όνομα πολλών παικτών θεωρείτο σεβαστό και δείγμα θαυμα­σμού για πετυχημένη καριέρα. Το θέατρο σκιών πρω­τοπαρουσιάστηκε στο Ναύπλιο ( 1841) και στην Αθή­να, κατέφυγε όμως στα μικρά λιμάνια, τον Πειραιά, την Πάτρα, τη Σύρα, μετά το κυνηγητό του από την αστυνομία. Κοινό του ήταν τα υποπρολεταριακά στρώματα. Αργότερα έγινε γνωστός και στα χωριά και από εκεί προστέθηκαν ατό κοινό του και οι αγροτικές μάζες.
3.2 Το κοινό του εξελληνισμένου Καραγκιόζη
Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώ­να και αρχές του 20ού, ο Καραγκιόζης θα εξελληνιστεί πλήρως ( 1892 -1903) χάρη στο Μίμαρο ή Δημήτρη Σαρδούνη, που θεωρείται ο ιδρυτής και πατέρας του ελληνικού θεάτρου σκιών. Οι αισχρότη­τες και οι βωμολοχίες που προέρχονταν από τον παραδοσιακό τούρκικο καραγκιόζη, θα εκλείψουν εντελώς. Θα προστεθούν νέες φιγούρες, αντιπρο­σωπευτικές των κοινωνικών τάξεων στην Ελλάδα και των διαφόρων γεωγραφι­κών διαμερισμάτων της. Ο ζακυνθινός Νιόνιος ή σιορ Διονύσιος από το Μίμαρο, ο Εβραίος Σολομών Δανέλιας από  το Γιάννη Πρεβεζάνο, ο Μπαρμπαγιώργος από τον Γιάννη Ρούλια, Φο Σταύρακας από τον πειραιώτη Γιάννη Μωρό, ο Νώντας, ο Μορφονιός και ο Πεπο­νιάς από το Μόλλα, ο Κρητικός καπε­τάν Μανούσος από το Μάρκο Ξανθό ή Ξανθάκη, τα τρία κολλητήρια, ο Κο-λητήρης, ο Κοπρίτης και ο Σκορπιός, απ' τον Μανωλόπουλο και ακόμα φιγούρες των ηρωικών έργων από το Μίμαρο, όπως ο Μεγαλέξαντρος, ο καπετάν Γκρης κ.α.
Στο κοινό του τώρα θα προστε­θούν άνθρωποι από όλες τις τάξεις και τα επαγγέλματα. Λίγο πολύ το θέα­τρο σκιών θα θεω­ρείται από τις εφη­μερίδες ως το Εθνι­κό Θέατρο της Ελ­λάδας. Είμαστε πλέον στα χρόνια της ακμής του Κα­ραγκιόζη, περίπου αρχές του αιώνα, μέχρι τις παραμο­νές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέ­μου,
Από το 1897 το θέατρο σκιών εδραιώνει την επισφαλή θέση του στην Αθήνα και διαδίδεται με μια ταχύτητα εκπληκτική. Η πλατεία Κυριακού, τα Πατήσια, η Δεξαμενή, ο πλάτανος της Κηφισιάς, το Στάδιο, οι στήλες του Ολυ­μπίου Διός, η πλατεία Βάθη, ο σταθμός του Λαυρίου αποκτούν μόνιμα πια στέκια του... Το κοινό του δεν είναι πια θαμώνες των τεκέδων, φαντάροι και κουτσαβάκηδες, όπως ήταν στην αρχή της δεκαετίας. Δίπλα στο λαϊκό κοινό της γειτονιάς, έρχονται τώρα σιγά σιγά να προστεθούν δημοσιογράφοι, λόγιοι, πολιτευτές, κοσμικοί τύποι και αστοί νοικοκύρηδες
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Αρετής Μόλλα, για τον πατέρα της τον θρυλικό Αντώνη Μόλλα, τον καραγκιοζοπαίκτη των Αθηνών׃
«Οι κοινωνικές τά­ξεις ισοπεδώνονταν εκεί. Όλοι κάθονταν ανάκα­τα στους πάγκους, στις καρέκλες, είτε και όρ­θιοι, όταν είχε πολλή δουλειά... Οι ξένοι δεν έλειπαν ποτέ από το θέατρο μας. Παρακο­λουθούσαν εκστατικοί την τεχνική του... μπο­ρούσαν και έβλεπαν το ταλέντο του καραγκιοζοπαίκτη χωρίς να έχουν ανάγκη να κα­ταλάβουν το διάλογο. Τα μέλη της Γερμανι­κής αρχαιολογικής Σχολής ήταν τακτικοί θαμώνες του πατέρα. Άπειρες φορές έστησε τον μπερντέ του στις αίθουσες της Σχολής.-»


4. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕΡΑΪ ΚΑΙ   ΚΑΛΥΒΑ
Το θέατρο σκιών αντιπροσωπεύει ιδιότυπη και πανάρχαια μορφή θεα­τρικής τέχνης, που ξεκίνησε από την Ανατολή και από τα μέσα του 19ου αι. ρίζωσε στον τόπο μας, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, για να επιβληθεί στην Αθήνα το 1897 και να ακμάσει τέλος για τρεις με τέσσερις δεκαετίες στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Το ελληνικό θέατρο σκιών έχει ένα πλούσιο ρεπερτόριο έργων εμπνευσμέ­νο από την ελληνική μυθολογία, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και κυρίως από τη νεότερη ιστορική ζωή της επα­ναστατημένης Ελλάδας. Υπάρχουν όμως και πολλά έργα που το θέμα τους προέρχεται από την κοινωνικοπολιτι­κή επικαιρότητα.
Οι χάρτινοι ήρωες του, ασχέτως αν διαμορφώθηκαν από τις μνήμες της Τουρκοκρατίας και από την ιστορική και κοινωνική ζωή του τόπου, είναι πάντοτε σύγχρονοι, συμβολικοί και πίσω τους κρύβονται οι πάντοτε επίκαιρες και αντιτιθέμενες κοινωνικές τάξεις και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, οι απαντα­χού της γης αρχόμενοι και άρχοντες, οι αδικούμενοι και οι άδικοι, οι άν­θρωποι και οι υπάνθρωποι, οι περιθω­ριακοί, οι φιλόδοξοι, οι δοκησίσοφοι, οι αφελείς, οι πολιτικάντηδες, οι πλού­σιοι και οι φτωχοί της κάθε κοινω­νίας. Το θέατρο σκιών αντανακλάει την κοινωνία και αναπαριστάνει και εκ­φράζει τις αξίες του κοινωνικοπολιτι­κού του περιβάλλοντος.
Κάθε πρόσωπο στο θίασο σκιών είναι δεδομένο, δηλ. ο καραγκιοζοπαίκτης δεν το πλάθει. Το ξέρει, το έχει μπροστά του πάντα. Είναι δεδομένο ως μορφή, γιατί αντιπροσωπεύεται από μια φιγούρα. Είναι δεδομένο ως χαρα­κτήρας. Ένας χαρακτήρας όχι άγνω­στος στο κοινό του, αφού από αυτό τροφοδοτείται και γι' αυτό έχει γίνει αποδεκτό στη συνείδηση του. Το θέα­τρο σκιών Καραγκιόζη μεταμορφώνει πάνω στη σκηνή την παράδοση του λαού του, δηλ. τα τραγούδια του, τα παραμύθια του, την ζωγραφική του, και τον πόνο και το σαρκασμό του και τα κάνει όλα συμβατά μέσα στον παράξενο κόσμο του. Τον κόσμο, θα έλεγα, που ενυπάρχει ανάμεσα στο σεράι και την καλύβα, που είναι χώ­ρος παραμύθι και χώρος πραγματικό­τητα συγχρόνως. Χωρίς υπερβολή εί­ναι χώρος όπου με την αρμονική συνύ­παρξη πολλών δομικών στοιχείων τυυ θεάτρου (υπόθεση, πλοκή, περιπέτεια, όρχηση, ρυθμός, κίνηση, μουσική, σκη­νικά, μιμητική, παίκτης, κοινό κλπ) εκτυλίσσεται συνήθως, σε μορφή λαϊ­κής Τέχνης, η νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα, με φόντο πάντοτε τις διάφο­ρες οπτικές γωνίες γεγονότων και εντό­νων συναισθηματικά ιστορικών κατα­στάσεων της.
BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1.Σπαθάρης Σωτήρης, Αυτοβιογρα­φία, Αθήνα εκδ. Άγρα.
2.Γιώργος Πετρής, Ο Καραγκιόζης, σελ. 53 - 56, Αθήνα 1986
3.Αρετής Μόλλα - Γιοβάνου, Ο  καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας, Αθήνα 1981, εκδ. «Κέδρος».
4.Έλλη Παπαδημητρίου,Ο Καραγκιόζης εικονογραφημένο πολύπτυχο,
   Αθήνα.
5.Τάκης Λάππας, Καραγκιόζης, σελ.67 κ.ε., Αθήνα 1993, εκδ. «Δελφίνι».
6. Χατζηπανταζής, Η εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του 1890, Αθήνα 1984, εκδ. «Στιγμή».