Αντώνης Γελάτσορας
ΕΠΙΣΚΕΨΗ
ΣΤΗΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΧΩΡΑ
1.
Η ΣΚΗΝΗ - ΤΟ ΜΑΝΤΡΑΚΙ
1.1.Τα σκηνικά του Θεάτρου Σκιών
Η σκηνή, πριν τη μονιμοποίηση της, ήταν λιτή, μεταφέρονταν εύκολα (και όχι όπως σήμερα που όταν
χρειάζεται, απαιτείται ολόκληρο φορτηγάκι για τη μετακίνηση του θιάσου) και αποτελούνταν από ένα λευκό πανί και ξύλινα παραπήγματα στα οποία τεντωνόταν το πανί και
συγκρατούνταν. Η κατασκευή αυτή ονομάζεται
μέχρι σήμερα, μπερντές. Ο μπερντές στα πρώτα χρόνια του Θ. Σ., ως τα τέλη του περασμένου αιώνα, είχε διαστάσεις
1,50 μ.
μήκος και 0,50 μ. ύψος, αλλά αργότερα
και ιδιαίτερα στα χρόνια της ακμής του, το Μεσοπόλεμο, έφτασε και τα τέσσερα με έξι μέτρα μήκος. Στα αριστερά του πάντα βρίσκεται η καλύβα, ενώ δεξιά του συνήθως το
Σεράϊ. Σε έργα όμως ηρωικά του 1821 ή
εμπνευσμένα από την μυθολογία (Άθλοι του Ηρακλέους), από την αρχαία λογοτεχνική παραγωγή (Αχαρνείς, Όρνιθες), από τη νεότερη λογοτεχνία μας (Ερωτόκριτος) ή από την επικαιρότητα (Ο φόνος του Αθανασόπουλου, η ακρίβεια,
οι εκλογές κ.α.) η καλύβα και το σεράϊ δεν υπάρχουν, όπως άλλωστε και ο πρωταγωνιστής του, ο Καραγκιόζης, δεν είναι παρά ένα δευτερεύον πρόσωπο της παράστασης.
Το πανί του μπερντέ είναι τέτοιο, όπως βέβαια και οι φιγούρες, ώστε φωτιζόμενο από πίσω, να διακρίνεται η μαύρη σκιά ή η εικόνα της φιγούρας χρωματισμένη, από την μεριά του μπερντε που είναι ορατή οτους
θεατές. Ο φωτισμός της γινόταν αρχικά με
κεριά ή λυχνάρια, που στηρίζονταν σε
ειδικό ράφι, τη λυχνοθήκη. Αργότερα
γινόταν με αεριόφωτο ή με ασετυλίνη και πολύ αργότερα με ηλεκτρικές λάμπες.
Κάνοντας μάλιστα χρήση των πλεονεκτημάτων του ηλεκτρισμού οι καραγκιοζοπαίκτες,
ιδίως μετά το 1918, μπορούσαν να κάνουν ευκολότερα διάφορα φωτιστικά εφφέ.
Για τα ηχητικά όμως δημιουργήματα, τον πρώτο λόγο είχε και θα έχει πάντα η μιμητική
ικανότητα του καραγκιοζοπαίκτη, ο οποίος για να επιτύχει τους ήχους ή θορύβους, επιστράτευε τενεκέδες,
ξύλα, πέτρες, παλαμάκια για τις φάπες και χαστούκια, σπινθήρες αναπτήρα για τις αστραπές, κουμπούρες
για την αληθοφάνεια στις μάχες και οτιδήποτε του φαινόταν χρήσιμο. Αργότερα οι καραγκιοζοπαίκτες
κατασκεύαζαν ειδικά εργαλεία για την παραγωγή τυποποιημένων ήχων. Όσον αφορά το πανί του μπερντέ
ενδιαφέρον είναι το παρακάτω απόσπασμα:
Από το 1927 ο
Καραγκιόζης άρχισε να παίζει με δυο πανιά κι
έτσι αλλάζει το σκηνικό χωρίς να χρειάζεται διάλειμμα. Τα δυο πανιά
μπαλατζάρουνε με σύρμα σε δυο καρούλια, παίχτης και βοηθός τραδάνε το πανί με το νέο σκηνικό που πάει στη θέση του πρώτου σκηνικού. Το πρώτο σκηνικό ανεβαίνει απάνω και οι θεατές δεν το
βλέπουν γιατί το κρύβει η σκηνή. Αυτό
είναι εφεύρεση του καραγκιοζοπαίχτη
της Θεσσαλονίκης Χαρίλαου.
Παράσταση όμως,
όσο καλά και όμορφα να ήταν τα σκηνικά, δεν
μπορούσε να παιχτεί χωρίς ορχήστρα
και καλό τραγουδιστή.
1.2.
Εκεί κάποτε παίζονταν οι παραστάσεις με έργα Καραγκιόζη
Πολύ βασικό στοιχείο για μια πα-ράσταοη είναι ο χώρος στον οποίο θα παιχτεί το έργο. Παλιότερα ο παίκτης νοίκιαζε έναν ανοικτό χώρο, ένα οικόπεδο, ένα μαντράκι, όπως έλεγαν. Ο χώρος αυτός περιφρασσόταν
και στην είσοδο του βρισκόταν το ταμείο. Βέβαια το οικόπεδο έπρεπε να είναι ικανών διαστάσεων ώστε να χωράνε αρκετά καθίσματα για τους θεατές, ο μπερντές και ο πάγκος, απ' όπου οι θεατές αγόραζαν αναψυκτικά ή καφέ. Ο καραγκιοζοπαίκτης δούλευε στα μαντράκια συνήθως από την άνοιξη ως το
φθινόπωρο και το χειμώνα έκανε διάφορες
άλλες δουλειές για να ζήσει. Ήταν όμως
επίσης συνηθισμένο να νοικιάζει ως χώρο για τις παραστάσεις του ένα καφενείο. Έστηνε μέσα σ' αυτό το μπερντέ του και έπαιζε κάθε βράδυ. Ο καφεντζής σ' αντάλλαγμα έπαιρνε αμοιβή για το
χώρο που παραχωρούσε, αλλά τα κέρδη
του κυρίως προέρχονταν από την αυξημένη ζήτηση καφέ, βανίλιας και λουκουμιών στη διάρκεια της παράστασης. Ο καραγκιοζοπαίκτης για να διαφημίσει το έργο του και να προσελκύσει κόσμο, σε κεντρικά σημεία της περιοχής — στις
πλατείες, έξω από το καφενείο κ.α. - ζωγράφιζε ρεκλάμες που σε
μορφή ζωγραφικού πίνακα παρουσίαζαν
μια σκηνή του έργου, τον τίτλο του, την ώρα, τον τόπο και χώρο της παράστασης
και την τιμή του εισιτηρίου. Οι
ρεκλάμες αυτές, σε σκληρό χαρτόνι ή ξύλο ή λαμαρίνα, θεωρούνται σήμερα σπουδαίοι ζωγραφικοί πίνακες της λαϊκής μας ζωγραφικής.
2.ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
2.1. Οι
αρετές του καραγκιοζοπαίχτη
Πάντως, όση βοήθεια κι αν έχει ο καραγκιοζοπαίχτης από τους άξιους βοηθούς του ή τον
τραγουδιστή του, η φήμη του,
τοπική ή πανελλήνια ή παγκόσμια, εξαρτάται
από τον ίδιο. Καραγκιοζοπαίχτης δηλ.
δεν μπορεί να γίνει ο οποιοσδήποτε,
αλλά εκείνος που και ικανότητες και πάθος έχει κατά τη διάρκεια της παράστασης,
ώστε να ζει το έργο, τα πρόσωπα του, να κινείται μαζί με τις φιγούρες και να χορεύει μαζί τους, να ενδύεται την προσωπικότητα της κάθε φιγούρας στην κάθε στιγμή του έργου, να παίζει πίσω απ' τον μπερντέ και συγχρόνως να ζει μέσα στους θεατές τις εντάσεις τους και ανάλογα να προσαρμόζει την
παράσταση, να συμμετέχει ολόψυχα μέσα στο ίδιο το έργο που παίζεται βιωματικά. Για να πετύχει μια παράσταση απαιτείται η συναισθηματική ταύτιση παίκτη -κοινού - δράματος, και αυτό εξαρτάται κυρίως
απ' τον παίκτη. Ο καλός καραγκιοζοπαίχτης πρώτα
πρώτα πρέπει να είναι μίμος, πρέπει
να είναι καλαμπουρτζής, να είναι δηλ. έξυπνος και κοινωνικά ευαίσθητος
άνθρωπος, με αίσθηση χιούμορ.Ύστερα πρέπει
να είναι καλός σχεδιαστής και επιδέξιος κατασκευαστής για να σχεδιάζει και να κόβει φιγούρες και σκηνικά.. Ακόμα πρέπει να είναι μουσικός, να τραγουδά σωστά τους σκοπούς που
απαιτεί κάθε παράσταση και κάθε τύπος. Πρέπει
να μπορεί να χειρίζεται ο ίδιος με
δεξιοτεχνία τις φιγούρες για να φαίνεται
πως περπατούν, χειρονομούν, κινούνται,
μιλούν ή ακούν. Μα και σκηνοθετικές ικανότητες χρειάζεται
ένας καλός τεχνίτης. Το να είναι λαϊκός ζωγράφος ήταν εφόδιο απ' τα πιο χρήσιμα.
Είχε να ζωγραφίσει φιγούρες, σκηνικά και να
κάνει με μπογιές του βαρελιού αφίσες για διαφήμιση της παράστασης. Δική του δουλειά ήταν καμιά φορά να φτιάξει και πάγκους όπου θα κάθονταν οι θεατές και να διαμορφώσει το χώρο της παράστασης, δηλ. τη μάντρα, να κανονίσει το φωτισμό κλπ.. Ο καραγκιοζοπαίχτης σ' όλες τις πλευρές
της δουλειάς του είναι καλλιτέχνης
και μαζί και μάστορας.
Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε τη Γιοβάννη - Μόλλα Αρετή καθώς αναφέρεται
στις ιδιαίτερες ικανότητες του πατέρα της, του γνωστού καραγκιοζοπαίκτη Αντώνη Μόλλα.׃ «Στο διάλογο που γινόταν με σύντομες φρασούλες, έβλεπες ολοκάθαρα το
μεγάλο ταλέντο του. Τότε άλλαζε τις φωνές του και το ύφος του τόσο γρήγορα και έτσι σωστά, που σ' έκανε να πιστεύεις ότι μέσα στα σπλάχνα του Μόλλα βρίσκονταν όλοι οι άνθρωποι
του διαλόγου και καθένας χωριστά έπαιζε το ρόλο του... Έτσι να πιστεύουν όσοι βρίσκονταν στην πλατεία ότι πίσω από τον μπερντέ βρισκόταν ένας
κόσμος άνθρωποι, που μιλούσαν τις
φιγούρες, τόσοι όσες ήταν και
αυτές... Το ρεπερτόριο του πρέπει να είχε γύρω στις 100 με 120 παραστάσεις. Κωμωδίες, έργα ηρωικά, δράματα. Τις θυμόταν όλες μέχρι την παραμικρή τους λεπτομέρεια χωρίς χειρόγραφο ή σημειώσεις. Άλλωστε οι καραγκιοζοπαίκτες γενικά δεν κρατούν χειρόγραφα... Κατάφερνε με τον τρόπο του να έχει απόλυτη επαφή με το κοινό του, να
κάνει τον Καραγκιόζη αγαπητό σε κάθε λογής άνθρωπο.
Σημαντική
εξάλλου αρετή του παίκτη είναι η ικανότητα του να διαφοροποιεί τη χροιά της
φωνής του, κατά τη διάρκεια της παράστασης,
για κάθε φιγούρα ξεχωριστά, δίνοντας
στο κοινό του την εντύπωση ότι πίσω από τον μπερντέ βρίσκεται ολόκληρο
πλήθος παικτών.
Ο
καραγκιοζοπαίχτης κάνει ο ίδιος τις φωνές των ηρώων. Είναι τυποποιημένοι τέσσερις ή πέντε κύριοι τόνοι, μια φωνή πολύ επίσημη των πασάδων, βεζυράδων και
των μεγάλων καπεταναίων. Την ίδια φωνή έχουν οι χτυπημένοι από έρωτα ή
συφορά. Μια φωνή τσιριχτή και τρεμουλιαστή
οι γυναίκες. Η φωνή του Καραγκιόζη είναι χοντρή και σαν βιαστική, έτοιμη για χωρατά και για κλάμα. Τέλος υπάρχουν και οι προφορές, τα ρουμελιώτικα του Μπαρμπαγιώργου, τα ζακυνθινά του Νιόνιου, τα
εβραίικα, τα αρβανίτικα, τα τσεβδίσματα, τα
μάγκικα».
2.2. Ο καραγκιοζοπαίχτης φορέας και πομπός της κουλτούρας του λαϊκού θεάτρου.
Οι καραγκιοζοπαίκτες άλλαζαν συνεχώς
τόπους και χώρους, μεταβαίνοντας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας στα οποία έδιναν τις παραστάσεις
τους αλλά και
του εξωτερικού κάποιοι από αυτούς,
όπως π.χ. α) Ο Μόλλας που είχε παίξει στη Σμύρνη λίγο πριν την καταστροφή της,
στην Αίγυπτο τρεις φορές και στην
Κωνσταντινούπολη, β) ο Γιάννης Γίαννακούρας που ταξίδευσε και έπαιξε στην Αμερική, γ) ο Δημήτρης Μανωλόπουλος
που έπαιξε στην Αίγυπτο, δ)
Το 1958, τον Αύγουστο όταν αντιπροσώπευσαν
την Ελλάδα στο συνέδριο του
κουκλοθέατρου στο Βέλγιο ο Σωτήρης
και ο γιος του, Ευγένιος Σπαθάρης,
όπου έδωσαν παραστάσεις και ενθουσίασαν τους συνέδρους. Το 1959, οι Σπαθάρηδες έπαιξαν στο Παρίσι και
το 1969 στη Ρώμη. Ο Ευγένιος Σπαθάρης παρουσίασε το θέατρο σκιών τρεις φορές στην Αμερική -Καναδά (1953, 1956, 1980), σε διάφορες πόλεις. Και κατά τα διαστήματα από το 1953 μέχρι το 1988, κάθε τόσο όργωνε ολόκληρη την Ευρώπη και έκανε γνωστό το ελληνικό θέατρο σκιών, ε) Ο Δημήτρης Ασπιώτης (πέθανε το 2001 ) το 1957 έδωσε σειρά παραστάσεων στη Μελβούρνη της Αυστραλίας και το 1982 στα Ευρωπά-λια στο Βέλγιο παραστάσεις μαζί με τους καραγκιοζοπαίκτες Θ. Καράμπαλη και το Γιάνναρο, στ) Ο Πάνος Καπετανίδης το
1989 έπαιξε σε 10 πόλεις στον
Καναδά, ζ) Ο Απόστολος Μαραγκός
έκανε αρκετές παραστάσεις στη
Γερμανία, η) Οι αδελφοί Αθανασίου
έπαιξαν στη Νάπολη της Ιταλίας και στο Φεστιβάλ (Ιΐιαίΐβνίΐΐε - Μεζίε-Γ68 της Γαλλίας, θ) Ο Μάνθος (Λιονέ-της)
Αθηναίος έπαιξε στην Ιταλία, την Κύπρο,
την Γερμανία κ.α., ι) Ο Αβραάμ Αντωνάκος (που πέθανε το Φλεβάρη του 1998) ταξίδεψε σ' όλη την Ευρώπη, στα
πλαίσια της διάδοσης της λαϊκής μας τέχνης
και κουλτούρας. Το 1975 θα παίξει στην Αμερική και το 1978 στην Αυστραλία.
Τις διαρκείς μετακινήσεις τους δεν τις εμπόδιζαν τα σκηνικά γιατί αυτά δεν ήταν μονίμως
τοποθετημένα, το θέατρο σκιών δηλ. ήταν κατά κύριο λόγο ένα κινούμενο θέατρο.
2.3. Ο βοηθός του καραγκιοζοπαίχτη.
Ο βοηθός του παίκτη, δηλ. ο υποψήφιος καραγκιοζοπαίκτης, πρέπει να μαθητεύσει δίπλα στο μάστορα για κάμποσο καιρό, μέχρι να μάθει καλά την τέχνη και να ανεξαρτοποιηθεί κάνοντας δικό του θέατρο. Πρέπει δίπλα στο παλιό, πίσω βέβαια πάντοτε από τον μπερντέ, να γίνει ικανός στην παραμικρή κίνηση του παίκτη, να καταλαβαίνει τι εκείνος του ζητάει κατά τη διάρκεια
της παράστασης. Κι όχι μόνο αυτό,
πρέπει σιγά σιγά να αποκτήσει όλες
εκείνες τις αρετές, τις ικανότητες που
διατυπώθηκαν προηγουμένως. Τότε θα
είναι έτοιμος.
3.ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΟΥ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
3.1.
Προλετάριοι και υπόκοσμος το κοινό του 19ου
αιώνα
Το κοινό του θεάτρου σκιών το αποτελούσαν αρχικά άνθρωποι οποιασδήποτε ηλικίας και επαγγέλματος, κυρίως από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, καθώς και άνθρωποι του υποκόσμου. Αν το έργο παιζόταν
σε καφενείο, το κοινό του αποτελούσαν
αποκλειστικά άνδρες. Στις αρχές της
εμφάνισής του, το 1841 και ως τα
τέλη του αιώνα, ο Καραγκιόζης από
πολλούς παίκτες του ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό, όσον αφορά το ύφος, το ήθος, και κυρίως το λεξιλόγιο. Για τούτα στα έργα του υπήρχαν
διάσπαρτες πολλές βωμολοχίες και άσεμνες
κινήσεις των χάρτινων ηρώων. Πολλές
φορές η αστυνομία είχε επέμβει και
απαγορεύσει τις παραστάσεις του. Πολλές εφημερίδες, στην ίδια αυτή
εποχή, έγραφαν περιφρονητικά λόγια γι' αυτό
το ανατολικής εισαγωγής λαϊκό είδος
ψυχαγωγίας. Οι εφημερίδες προτιμούσαν
αντίθετα να διαφημίζουν και να επαινούν τις ευρωπαϊκές μορφές ψυχαγωγίας και κουλτούρας, όπως η παντομίμα, ο Φασουλής, η όπερα και η ευρωπαϊκή ζωγραφική τεχνοτροπία. Κατηγορούσαν τα λαϊκού περιεχομένου έργα του θεάτρου σκιών, τη δημοτική μουσική
του, τα λαϊκά δημώδη άσματα του και τη λαϊκή ζωγραφική στα σκηνικά και τις ρεκλάμες του. Η αστυνομία πάντα έβλεπε με προκατάληψη και καχυποψία την έλευση οποιουδήποτε θιάσου σκιών στην πόλη της και καραδοκούσε ώστε με την πρώτη καταγγελία να το διώξει από την πόλη. Προς τα τέλη του αιώνα η προσέλευση του κόσμου, για να γελάσει, να συγκινηθεί, να διδαχθεί -ιδίως από τα ιστορικά έργα του Θεάτρου - ήταν πολύ μεγάλη, η αστυνομία έπαψε να κυνηγά τους καραγκιοζοπαίκτες, και το
όνομα πολλών παικτών θεωρείτο σεβαστό και δείγμα θαυμασμού για πετυχημένη καριέρα.
Το θέατρο σκιών πρωτοπαρουσιάστηκε στο Ναύπλιο ( 1841) και στην Αθήνα, κατέφυγε
όμως στα μικρά λιμάνια, τον Πειραιά, την Πάτρα, τη Σύρα, μετά το κυνηγητό του
από την αστυνομία. Κοινό του ήταν τα υποπρολεταριακά στρώματα. Αργότερα έγινε γνωστός και στα
χωριά και από εκεί προστέθηκαν ατό κοινό του
και οι αγροτικές μάζες.
3.2 Το κοινό του εξελληνισμένου Καραγκιόζη
Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και αρχές του 20ού, ο Καραγκιόζης θα
εξελληνιστεί πλήρως ( 1892 -1903) χάρη στο Μίμαρο ή Δημήτρη Σαρδούνη, που
θεωρείται ο ιδρυτής και πατέρας του ελληνικού θεάτρου σκιών. Οι αισχρότητες και οι βωμολοχίες που
προέρχονταν από τον παραδοσιακό τούρκικο καραγκιόζη, θα εκλείψουν εντελώς. Θα προστεθούν νέες
φιγούρες, αντιπροσωπευτικές των κοινωνικών τάξεων στην Ελλάδα και των διαφόρων γεωγραφικών διαμερισμάτων
της. Ο ζακυνθινός Νιόνιος ή σιορ Διονύσιος από το Μίμαρο, ο Εβραίος Σολομών Δανέλιας από το Γιάννη Πρεβεζάνο, ο Μπαρμπαγιώργος από τον Γιάννη
Ρούλια, Φο Σταύρακας από τον πειραιώτη Γιάννη Μωρό, ο Νώντας, ο Μορφονιός και ο Πεπονιάς από το Μόλλα, ο
Κρητικός καπετάν Μανούσος από το Μάρκο Ξανθό ή Ξανθάκη, τα τρία κολλητήρια, ο Κο-λητήρης, ο Κοπρίτης και ο Σκορπιός, απ' τον Μανωλόπουλο και ακόμα φιγούρες των ηρωικών έργων από το Μίμαρο, όπως ο Μεγαλέξαντρος, ο καπετάν Γκρης κ.α.
Στο κοινό του τώρα θα προστεθούν άνθρωποι από όλες τις τάξεις και τα επαγγέλματα. Λίγο πολύ το θέατρο σκιών θα θεωρείται από τις εφημερίδες ως
το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας.
Είμαστε πλέον στα χρόνια της ακμής
του Καραγκιόζη, περίπου αρχές του αιώνα, μέχρι τις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,
Από το 1897 το
θέατρο σκιών εδραιώνει την επισφαλή θέση του
στην Αθήνα και διαδίδεται με μια ταχύτητα εκπληκτική. Η πλατεία Κυριακού, τα Πατήσια, η Δεξαμενή, ο πλάτανος της Κηφισιάς, το Στάδιο, οι στήλες του Ολυμπίου Διός, η πλατεία Βάθη, ο σταθμός του Λαυρίου αποκτούν μόνιμα πια στέκια του... Το κοινό του δεν είναι πια θαμώνες των τεκέδων, φαντάροι και κουτσαβάκηδες,
όπως ήταν στην αρχή της δεκαετίας.
Δίπλα στο λαϊκό κοινό της γειτονιάς,
έρχονται τώρα σιγά σιγά να
προστεθούν δημοσιογράφοι, λόγιοι, πολιτευτές,
κοσμικοί τύποι και αστοί νοικοκύρηδες
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Αρετής Μόλλα, για τον πατέρα της τον
θρυλικό Αντώνη Μόλλα, τον καραγκιοζοπαίκτη των Αθηνών׃
«Οι
κοινωνικές τάξεις ισοπεδώνονταν εκεί. Όλοι κάθονταν ανάκατα στους πάγκους,
στις καρέκλες,
είτε και όρθιοι, όταν είχε πολλή δουλειά... Οι ξένοι δεν έλειπαν ποτέ από το θέατρο μας. Παρακολουθούσαν εκστατικοί την τεχνική του... μπορούσαν και έβλεπαν το ταλέντο του καραγκιοζοπαίκτη χωρίς να έχουν ανάγκη
να καταλάβουν το διάλογο. Τα μέλη της Γερμανικής αρχαιολογικής Σχολής ήταν
τακτικοί θαμώνες του πατέρα. Άπειρες φορές έστησε τον μπερντέ του στις αίθουσες της Σχολής.-»
4. ΑΝΑΜΕΣΑ
ΣΕΡΑΪ ΚΑΙ
ΚΑΛΥΒΑ
Το θέατρο σκιών αντιπροσωπεύει ιδιότυπη και πανάρχαια μορφή θεατρικής
τέχνης, που ξεκίνησε από την Ανατολή
και από τα μέσα του 19ου αι. ρίζωσε
στον τόπο μας, ιδιαίτερα στην
περιφέρεια, για να επιβληθεί στην Αθήνα
το 1897 και να ακμάσει τέλος για τρεις με τέσσερις δεκαετίες στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Το ελληνικό θέατρο σκιών έχει ένα πλούσιο ρεπερτόριο έργων εμπνευσμένο από
την ελληνική μυθολογία, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και κυρίως από τη νεότερη ιστορική ζωή της επαναστατημένης Ελλάδας. Υπάρχουν όμως και πολλά έργα που το θέμα τους προέρχεται από την κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα.
Οι χάρτινοι ήρωες
του, ασχέτως αν διαμορφώθηκαν από τις μνήμες
της Τουρκοκρατίας και από την ιστορική και κοινωνική ζωή του τόπου,
είναι πάντοτε σύγχρονοι, συμβολικοί και
πίσω τους κρύβονται οι πάντοτε
επίκαιρες και αντιτιθέμενες
κοινωνικές τάξεις και οι ανθρώπινοι
χαρακτήρες, οι απανταχού της γης
αρχόμενοι και άρχοντες, οι
αδικούμενοι και οι άδικοι, οι άνθρωποι και οι υπάνθρωποι, οι περιθωριακοί, οι φιλόδοξοι, οι δοκησίσοφοι, οι αφελείς, οι πολιτικάντηδες, οι πλούσιοι και οι φτωχοί της κάθε κοινωνίας. Το θέατρο σκιών αντανακλάει την κοινωνία
και αναπαριστάνει και εκφράζει τις αξίες του κοινωνικοπολιτικού του περιβάλλοντος.
Κάθε πρόσωπο στο θίασο σκιών είναι δεδομένο, δηλ. ο καραγκιοζοπαίκτης δεν το πλάθει. Το ξέρει,
το έχει μπροστά του πάντα. Είναι δεδομένο ως μορφή, γιατί αντιπροσωπεύεται από μια
φιγούρα. Είναι δεδομένο ως χαρακτήρας. Ένας
χαρακτήρας όχι άγνωστος στο κοινό
του, αφού από αυτό τροφοδοτείται και γι' αυτό έχει γίνει αποδεκτό στη συνείδηση του. Το θέατρο σκιών Καραγκιόζη μεταμορφώνει πάνω στη σκηνή
την παράδοση του λαού του, δηλ. τα
τραγούδια του, τα παραμύθια του, την
ζωγραφική του, και τον πόνο και το
σαρκασμό του και τα κάνει όλα συμβατά
μέσα στον παράξενο κόσμο του. Τον κόσμο, θα έλεγα, που ενυπάρχει ανάμεσα στο σεράι
και την καλύβα, που είναι χώρος
παραμύθι και χώρος πραγματικότητα
συγχρόνως. Χωρίς υπερβολή είναι
χώρος όπου με την αρμονική συνύπαρξη πολλών δομικών στοιχείων τυυ θεάτρου (υπόθεση,
πλοκή, περιπέτεια, όρχηση, ρυθμός, κίνηση, μουσική, σκηνικά, μιμητική, παίκτης, κοινό κλπ) εκτυλίσσεται
συνήθως, σε μορφή λαϊκής Τέχνης, η
νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα, με φόντο πάντοτε τις διάφορες οπτικές γωνίες γεγονότων και εντόνων συναισθηματικά
ιστορικών καταστάσεων της.
BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1.Σπαθάρης Σωτήρης, Αυτοβιογραφία, Αθήνα εκδ.
Άγρα.
2.Γιώργος Πετρής, Ο Καραγκιόζης, σελ. 53 - 56, Αθήνα
1986
4.Έλλη Παπαδημητρίου,Ο
Καραγκιόζης
εικονογραφημένο πολύπτυχο,
Αθήνα.
5.Τάκης Λάππας,
Καραγκιόζης, σελ.67 κ.ε., Αθήνα 1993, εκδ. «Δελφίνι».
6. Χατζηπανταζής, Η
εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του 1890, Αθήνα 1984, εκδ. «Στιγμή».